- κασωτός
- κασωτός, ή, όν, ([etym.] κασῆς)A thick, ἐσθῆτες, opp. στρεπταί, Diog.Oen.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κασωτός — κασωτός, ή, όν (Α) (για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, *κετσές («κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. ωτός (πρβλ. καστρ ωτός, ραβδ… … Dictionary of Greek
κασωτῶν — κασωτός thick fem gen pl κασωτός thick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)